πύκνωση

πύκνωση
η / πύκνωσις, -ώσεως, ΝΑ [πυκνῶ]
1. συμπύκνωση, σύμπτυξη (α. «πύκνωση τού διαλύματος» β. «τὸ νέφος πύκνωσις ἀέρος», Αριστοτ.)
2. η τοποθέτηση τού στρατεύματος σε πυκνή τάξη
νεοελλ.
1. αύξηση τής συχνότητας («σημειώνεται πύκνωση τών επισκέψεων ξένων επισήμων»)
2. βιολ. ο κυτταρικός εκφυλισμός που περιλαμβάνει συμπύκνωση τού πυρηνικού περιεχομένου και τον σχηματισμό ενός συνόλου έντονα χρωματισμένων χρωματοσωμάτων
αρχ.
1. συμπυκνωμένη ύλη
2. (για τους παλμούς) επιτάχυνση
3. άθροιση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πύκνωση — πύκνωση, η και πύκνωμα, το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του πυκνώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυκνώσῃ — πυκνώσηι , πύκνωσις condensation fem dat sg (epic) πυκνάζω to be frequent fut part act fem dat sg (attic epic ionic) πυκνόω make close aor subj mid 2nd sg πυκνόω make close aor subj act 3rd sg πυκνόω make close fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνωτικός — ή, ό / πυκνωτικός, ή, όν, ΝΑ [πυκνῶ] ο σχετικός με την πύκνωση ή αυτός που προκαλεί πύκνωση τών συστατικών ενός σώματος αρχ. (για τους βόρειους ανέμους) αυτός που προκαλεί τόνωση …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • άλας — Βλ. λ. άλατα. * * * ( ατος), το (Α ἅλας) (νεοελλ. και αλάτι, το αρχ. και ἅλς ἁλός, ο) 1. το χλωριούχο νάτριο, το μαγειρικό αλάτι που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη συντήρηση τροφίμων (βλ. λ. άλατα) 2. η δύναμη που συντηρεί και κάνει… …   Dictionary of Greek

  • αλατοπύκνωση — η συμπύκνωση αλατούχου υγρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλας ατος + πύκνωση η λ. πλάστηκε από τον χημικό Όθ. Ρουσόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • δέσιμο — το (Μ δέσιμον) 1. το να δένει κανείς κάτι, να συμπλέκει τα άκρα κλωστής, σκοινιού, ευλύγιστης βέργας ώστε να σχηματίσουν κόμπο 2. η σύνδεση, συσκευασία αντικειμένων ώστε να αποτελέσουν δέμα 3. συναισθηματικός δεσμός 4. (για γάμο) η ένωση 5. (για… …   Dictionary of Greek

  • διογενής — I Όνομα αρχαίων φιλοσόφων. 1. Δ. ο Απολλωνιάτης (5ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από την κρητική πόλη Απολλωνία, αλλά έζησε για πολλά χρόνια στην Αθήνα. Υπήρξε οπαδός της αρχαίας ιωνικής σχολής· η απήχηση ορισμένων θεωριών του είναι εμφανής στα έργα του …   Dictionary of Greek

  • δρόγγεμα — το δάσωση, πύκνωση τής βλάστησης …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”